-
1 ἄγνωστος
ἄγνωστος, ον (Hom.+; pap [PGiss 3, 2f [117 A.D.] ἥκω σοι, ὦ δῆμε, οὐκ ἄγνωστος Φοῖβος θεός]; LXX; ApcSed 11, 4; Iren. 1, 20, 3 [Harv. I 180, 12]; 21, 3 [Harv. I 183, 9] al.; Philo; Jos., C. Ap. 2, 167 [of God’s οὐσία] al.; Just.) pert. to that which is unknown because of lack of information, unknown in the ins on an altar in Athens ἀγνώστῳ θεῷ Ac 17:23 (this phrase is found neither in the Hebrew Bible nor in the LXX; cp. Paus. 1, 1, 4: ἐπὶ τῇ Φαλερῷ … Ἀθηνᾶς ναός ἐστιν … βωμοὶ θεῶν τε ὀνομαζομένων ἀγνώστων καὶ ἡρώων; cp. 5, 14, 8 and a Pergamene ins [HHepding, MAI 35, 1910, 454–57]). Cp. also Diog. L. 1, 110 ἔτι καὶ νῦν ἔστι εὑρεῖν κατὰ τοὺς δήμους τ. Ἀθηναίων βωμοὺς ἀνωνύμους. Norden, Agn. Th. 1913, 115–25 thinks that this expr. comes fr. a speech by Apollonius of Tyana (cp. Philostrat., Vi. Apoll. 6, 3, 5 ἀγνώστων δαιμόνων βωμοὶ ἵδρυνται). On the problem s. Clemen 290–300; REgger, Von Römern, Juden, Christen u. Barbaren: SBWienAk 247, 3 ’65; WGöber, Pauly-W. 2d ser. V ’34, 1988–94; AHarnack, TU 39, 1, 1913, 1–46; Rtzst., NJklA 31, 1913, 146ff; 393ff; PCorssen, ZNW 14, 1913, 309ff; FBurkitt, JTS 15, 1914, 455–64; TBirt, RhM 69, 1914, 342ff; OWeinreich, De Dis Ignotis: ARW 18, 1915, 1–52; AWikenhauser, D. Apostelgesch. 1921, 369–94; Meyer III 1923, 96–98; Dssm., Paulus2 1925, 226–29 (Eng. tr. Paul 1926, 287–91); KLake: Beginn. I/5, ’33, 240–46; MDibelius, Pls. auf d. Areopag ’39=ch. 2 in Studies in the Acts, ed. HGreeven, ’56. BGärtner, The Areopagus Speech and Natural Revelation, ’55, 242–47 (lit.); PvanderHorst, in: Knowledge of God in the Graeco-Roman World ’88, 19–42. For further lit. see s.v. Ἄρειος πάγος.—DELG s.v. γιγνώσκω 224. M-M. TW. -
2 ἄγνωστος
ἄγνωστος, ον,A unknown,τινί Od.2.175
; unheard of, forgotten, Mimn 5.7;ἄ. ἐς γῆν E.IT94
; unfamiliar, Arist.Top. 149a5 ([comp] Comp.).2 not to be known,ἄγνωστόν τινα τεύχειν Od.13.191
; πάντεσσι ib. 397; ἀγνωστστατοι γλῶσσαν most unintelligible in tongue, Th.3.94.3 not an object of knowledge, unknowable,ἄλογα καὶ ἄ. Pl.Tht. 202b
;ἡ ὕλη ἄ. καθ' αὑτήν Arist.Metaph. 1036a9
; in [comp] Comp., harder to know, ib. 995a2. Adv.- τως Procl.in Alc.p.52C.
4 as the name of a divinity at Athens, νὴ τὸν Ἄγνωστον Ps.-Luc.Philopatr.9, cf. Act.Ap.17.23; in pl.,θεῶν.. ὀνομαζομένων ἀ. Paus.1.1.4
.II [voice] Act., notknowing, ignorant of,ψευδέων Pi.O.6.67
(v.l. ἄγνωτον), cf. Luc.Halc.3. Adv. - τως inconsiderately, Phld.Lib.p.29 O.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄγνωστος
-
3 ἄ-σημος
ἄ-σημος ( σῆμα), 1) ohne Zeichen, ὅπλα Eur. Phoen. 1119; χρυσός, ungeprägt, Her. 9, 41; χρυσίον, ἀργύριον, Thuc. 2, 13. 6. 8; Sp., vgl. Poll. 3, 86; ohne Grabdenkmal. – 2) undeutlich, unkenntlich, unbekannt, χρησμός Aesch. Prom. 665; Ag. 1578; οὐκ ἄσ. ἀλλὰ δυςτυχής Soph. Tr. 863; vgl. Ant. 252. 1000. 1194, vo ἄσημα βοῆς περιβαίνει auch malum omen erkl. wird; πόλις Eur. Ion. 8; ἄσημα φράζειν Her. 1, 86; νύξ Antiph. II, δ 8; Sp.; καὶ ἄγνωστος Hdn. 1, 9, 12; ἀσήμως, ohne Spur, Xen. Cyn. 3, 4.
-
4 γή
η1) земля, земной шар;ο άξων της γής — земная ось;
ο φλοιός της γής — земная кора;
2) земля, почва, грунт;εύφορη γή — плодородная земля;
χέρσα γή — целина;
θηραϊκή γή — фарфоровая глина;
γή αργιλλώδης — глинистая почва;
γή αμμώδης — песчаный грунт;
3) земля, поле, участок земли; земельный участок;σπαρμένη γή — посевная площадь;
εργάτης γής — а) сельскохозяйственный рабочий; — б) батрак;
4) земля, территория, местность, страна;Σοβιετική γή — Советская земля;
5) земля, суша, материк;κατά γήν και κατά θάλασσαν — на суше и на море;
κατά γήν στρατιωτικές δυνάμεις — наземные войска;
§ μαύρη γή(ς) — ад;
άγνωστος γή — тёмный лес (для кого-л.), земли незнаемая (лат. терра инкогнита);
γή της επαγγελίας — земли обетованная;
αγαθά ( — или καλά) της γής — земные блага;
κατά γής — наземь, на землю;
όπου γής — в любой точке земного шара;
γήν ορώ — вот и конец мучениям;
τα κάνω γής Μαδιάμ — разрушить всё до основания;
κινώ γή και ουρανό — пустить в ход все средства; — сделать всё возможное;
δεν πατάει στη γή — а) ног под собой не чувствовать, быть вне себя от радости; — б) витать в облаках;
άνοιξε ( — или σκίστηκε) η γή και τον κατάπιε — он как сквозь землю провалился;
στον ουρανό το γύρευα και στη γή το βρήκα — погов. счастье с неба свалилось
-
5 εὔγνωστος
εὔγνωστος, ον,2 easy to discern, S. Aj. 704(lyr., with v.l. - γνωτος); τὰ εὔ. καὶ εὐμαθῆ X.Oec.20.14
: [comp] Sup., Arr. Tact.2.1;εὔγνωστον.. πότερος ἡμῶν ἐσθ' ὁ πονηρός D.29.1
; ὅτι .. Lys. 17.4. Adv. - τως, κρίνειν Theo Sm.p.65 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔγνωστος
-
6 ἀθεώρητος
ἀθεώρ-ητος, ον,A not seen, not to be seen, Antipho Soph.67, D.S.2.35, Arist.Mu. 399b22;ἄγνωστος καὶ ἀ. Procl.in Prm.p.799S.
2 not scientifically considered,διαφοραί Aristox.Harm.p.35
M.;τὸ ἀ. M.Ant.1.9
(prob.); οὐκ ἀ. not without considered meaning, J.BJ5.5.4.II [voice] Act., not having observed, not conversantwith,τῶν ὑπαρχόντων Arist. GC 316a8
;πολιτικῶν πραγμάτων Phld.Rh.2.107
S.; unable to perceive,τῶν ἐναργειῶν Diogenian.
Epicur. 3.25: abs., ἀ. ἐν λόγοις Plu.2.405a, cf. Gell.1.9. Adv.- τως Plu. Num.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθεώρητος
См. также в других словарях:
Άγνωστος Θεός — Οι αρχαίοι Έλληνες λάτρευαν και μια θεότητα που την αποκαλούσαν Ά.Θ. Για τη λατρεία του θεού αυτού έγραψαν οι Φιλόστρατος, Απολλόδωρος και Παυσανίας. Ο Λουκιανός (Φίλοψ 9) αναφέρει πως στην Αθήνα συνηθιζόταν o όρκος «Νη τον Άγνωστον», δηλαδή Μα… … Dictionary of Greek
Άγνωστος Στρατιώτης — Η ταφή των μαχητών που τα σώματά τους έχουν χαθεί είναι πατροπαράδοτο ελληνικό έθιμο. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως οι ψυχές εκείνων που δεν έχουν ταφεί βασανίζονται. Ο Όμηρος παρουσιάζει την ψυχή του Πάτροκλου να παρακαλά τον Αχιλλέα «θάψε με… … Dictionary of Greek
άγνωστος — η, ο (Α ἄγνωστος, η, ον) [γνωστός] 1. αυτός που δεν είναι, δεν έγινε ή δεν μπορεί να γίνει γνωστός, ο μη οικείος, ο μη γνώριμος, άδηλος, ανεξακρίβωτος 2. το ουδ. ως ουσ. το άγνωστο(ν) αυτό που δεν μπορεί να γίνει γνωστό με τις ανθρώπινες… … Dictionary of Greek
άγνωστος — η, ο 1. ανεξακρίβωτος: Είναι άγνωστο πότε θα γυρίσει. 2. αυτός που δεν έχει διδαχτεί: Οι μαθητές εξετάζονται και σε άγνωστο κείμενο. 3. αυτός που δεν ξέρει, ο άπειρος: Οι νιούτσικες οι άγνωστες πιάνονται σαν το ψάρι (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ιμπέριος και Μαργαρώνα — Έμμετρο ιπποτικό μυθιστόρημα του 15ου αι. Αποτελείται από 893 ανομοιοκατάληκτους στίχους και ανήκει στον κύκλο των λεγόμενων ιστοριών των αποχωριζομένων εραστών. Η γλώσσα του είναι μεικτή και παρουσιάζει πλούτο επιθέτων. Ο ποιητής του έργου… … Dictionary of Greek
Βέλθανδρος και Χρυσάντζα — Ανώνυμο έμμετρο μυθιστόρημα, πιθανότατα του 13ου αι. Σε αυτό, o άγνωστος ποιητής εξιστορεί έμμετρα τις ερωτικές περιπέτειες του Βέλθανδρου, γενναίου γιου του βασιλιά της Ρομανίας, και της ωραίας Χρυσάντζας. Οι περιπέτειές τους τελειώνουν με γάμο … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Άλμκβιστ, Καρλ Γιόνας Λόβε — (Carl Jonas Love Almquist, 1793 – 1866). Σουηδός ποιητής και μυθιστοριογράφος. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, όπου μελέτησε εντατικά τη φιλοσοφία του Σλάιερμαχερ, νυμφεύτηκε μια νέα χωρική και εγκαταστάθηκε σε μια αγροικία στο… … Dictionary of Greek
Σενανκούρ, Ετιέν Πιβέρ ντε- — (Senancour). Γάλλος συγγραφέας (Παρίσι 1770 Σεν Κλου 1846). Ο πατέρας του, πλούσιος διοικητικός υπάλληλος τον προόριζε για ιερέα αλλά αυτός έφυγε για την Ελβετία. Γύρισε στο Παρίσι μετά από το Διευθυντήριο και, επηρεασμένος από το Ρουσό και… … Dictionary of Greek